- θραύονται
- θραύωbreak in piecespres ind mp 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αμυγδαλοθραύστης — ο όργανο με το οποίο θραύονται τα αμύγδαλα, αμυγδαλοσπάστης. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμύγδαλο + θραύστης < θραύω (πρβλ. καρυοθραύστης)] … Dictionary of Greek
βωλοκόπι — το [βωλοκόπος] γεωργικό εργαλείο με το οποίο θραύονται οι βώλοι του χώματος μετά το όργωμα, η σβάρνα … Dictionary of Greek
λιθοκόπος — ο (AM λιθοκόπος) αυτός που ασχολείται με τη θραύση λίθων, λιθοθραύστης νεοελλ. εργαλείο με το οποίο θραύονται λίθοι μσν. αυτός που επεξεργάζεται πολύτιμους λίθους. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο) * + κόπος (< κόπτω), πρβλ. δημο κόπος, ξυλο κόπος] … Dictionary of Greek
οστεοθλάστης — ο ιατρ. 1. συσκευή με την οποία θραύονται ή μερίζονται τα οστά 2. παλαιότερη ονομασία τού οστεοκλάστη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀστέον / ὀστοῦν + θλῶ «σπάω»] … Dictionary of Greek
οστεοκλασία — η ιατρ. χειρουργική επέμβαση κατά την οποία θραύονται ορισμένα οστά για τη θεραπεία παραμορφώσεων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. osteoclasis < ὀστέον / ὀστοῦν + κλάσις (< κλῶ «σπάω»)] … Dictionary of Greek
μετεωρίτες — Θραύσματα στερεού υλικού, αστρικής προέλευσης, που περνούν από την πλησιόχωρο περιοχή της Γης ή πέφτουν πάνω στην επιφάνειά της. Η υψηλή θερμοκρασία (μέχρι 25000 C) που αναπτύσσεται, αποτέλεσμα της μεγάλης ταχύτητας με την οποία διασχίζουν την… … Dictionary of Greek
πρωτεΐνες — Οργανικές αζωτούχες ουσίες με μεγάλο μοριακό βάρος, οι οποίες σχηματίζονται με την ένωση πολλών μορίων αμινοξέων συνδεδεμένων με δεσμούς αμιδικού τύπου. Οι π. αναγνωρίστηκαν ως τα ουσιώδη αζωτούχα συστατικά του πρωτοπλάσματος από τον Μούλντερ… … Dictionary of Greek
κυματοθραύστης — ο τεχνικό λιμενικό έργο που αποτελεί συνέχεια του λιμενοβραχίονα, πάνω στο οποίο θραύονται, σπάζουν τα κύματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)